- ερέω
- ἐρέω και επικ. τ. ἔρομαι, ἐρεείνω (Α)1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, ερευνώ, εξετάζω («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», Ομ. Οδ.)2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον («ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.)3. αναζητώ κάποιον, εξερευνώ, ψάχνω για να βρω κάποιον ή κάτι4. μέλλ. τού εἴρω5. ασυναίρ. ιων. τ. τού μέλλ. τού λέγω, ἐρῶ6. ασυναίρ. ιων. τ. αντί τού ενεστ. ἐράω.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι θεματικοί ενεστ. ερέω (< ερέ(F)-ω) —με υποτ. ερείομεν (< ερε(F)ο-μεν)- και είρομαι (< έρ(F)ομαι) ανάγονται πιθ. σε αθέμ. *έρευ-μι < ΙΕ *ereu- «ερευνώ, ζητώ να μάθω, ρωτώ» (πρβλ. ερευνώ, ερωτώ)].
Dictionary of Greek. 2013.